- σκυλιάζω
- σκύλιασα, θυμώνω πολύ, ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου: Σκύλιασε από το κακό του, σαν έμαθε την ήττα του στρατού του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυλιάζω — σκυλιάζω, σκύλιασα, σκυλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκυλιάζω — Ν [σκύλος] 1. (μτβ.) εξερεθίζω κάποιον στο έπακρο σαν το σκυλί, τόν εξοργίζω στο έπακρο («μέ σκύλιασε με το πείσμα του») 2. (αμτβ.) κυριεύομαι από μεγάλο θυμό, εξοργίζομαι μέχρι μανίας, γίνομαι σκυλί από το κακό μου («σα συλλογιέμαι πως… … Dictionary of Greek
σκύλιασμα — το, Ν [σκυλιάζω] το αποτέλεσμα τού σκυλιάζω, έκρηξη μεγάλης οργής, φρένιασμα … Dictionary of Greek